ἐνοικιολόγος

ἐνοικιολόγος
ἐνοικ-ιολόγος, ,
A rent-collector, Artem.3.41, BGU3, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνοικιολόγος — rent collector masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ενοικολόγος — ἐνοικολόγος και ἐνοικιολόγος, ο (Α) ο εισπράκτορας ενοικίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοικος + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”